σανίδινο

σανίδινο
το, Ν
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού καλίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών αλκαλικών αστρίων και κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ., sanidine < γερμ. Sanidin < σανίς, -ίδος, λόγω τού επίπεδου σχήματος τών κρυστάλλων του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σανιδινίτης — ο, Ν (πετρογρ.) μεταμορφωμένο πέτρωμα υψηλών θερμοκρασιών, το οποίο περιέχει, κυρίως, σανίδινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sanidinite (βλ. λ. σανίδινο)] …   Dictionary of Greek

  • ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”